- ἀπείργαθον
- ἀπείργᾰθον, [dialect] Ep. ἀποέργαθον (alsoA
ἀπεργ- Hsch.
), poet. [tense] aor. 2 of ἀπείργω:—keep away,Πηλείωνα δόλῳ ἀποέργαθε λαοῦ Il.21.599
; ῥάκεα μεγάλης ἀποέργαθε οὐλῆς he pushed back the rags from the scar, Od, 21.221;ἢν μή μ' ὁ κραίνων τῆσδε γῆς ἀπειργάθῃ S.OC862
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.